νητοειδής

νητοειδής
νητοειδής, -ές (Α)
1. αυτός που μοιάζει με νήτη*
2. φρ. «τὸ νητοειδὲς τῆς φωνῆς» — το ύψος τής ανιούσας φωνής στο ψάλσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήτη* «η κατώτατη χορδή τής αρχαιότατης μουσικής κλίμακας» + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νητοειδής — akin to the masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νητοειδές — νητοειδής akin to the masc/fem voc sg νητοειδής akin to the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νητοειδέστερος — νητοειδής akin to the masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβολοειδής — ές / ὑπερβολοειδής, ές, ΝΜ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπερβολοειδές·μαθημ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού που έχει ένα κέντρο και τού οποίου μερικές από τις επίπεδες τομές είναι υπερβολές (α. «δίχωνο υπερβολοειδές» β. «μονόχωνο υπερβολοειδές») αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”